ἔκθεσμοι

ἔκθεσμοι
ἔκθεσμος
lawless
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”